μηχανουργίας

μηχανουργίας
μηχανουργίᾱς , μηχανουργία
fem acc pl
μηχανουργίᾱς , μηχανουργία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • облоужениѥ — ОБЛОУЖЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Ухищрение, козни, обман: всѣ(х) же. и вы б҃онаѹчении. ѥлико же аще на съвѣтникы насъ пребывающи(х). облужени˫а мирадеръжительства вѣка сего. начинающе ѿ ц҃рѧ всѣхъ и владыкы б҃а по показанию добры(х) дѣлъ. (ἐκ τῆς… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μάλαγα — (Malaga). Πόλη (531.565 κάτ. το 2000) της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.306 τ. χλμ., 1.287.017 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή της Ανδαλουσίας. Χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, διαρρέεται από Β προς Ν από τον ποταμό… …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • τσέστερ — (Chester). Πόλη (65.000 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη δυτική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Τσέσαϊρ. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση παλαιότερου κελτικού οικισμού, και έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 1o αι. μ.Χ. με το όνομα Deva ή Devana Castra …   Dictionary of Greek

  • Άαραου — (Aarau).Πόλη (15.400 κάτ. το 2002) της Ελβετίας, πρωτεύουσα του καντονιού του Άαργκαου (Αργοβίας). Bρίσκεται σε εύφορη πεδιάδα, στους πρόποδες της οροσειράς του Ιούρα και στη δεξιά όχθη του ποταμού Άαρ, 37 χλμ. Δ της Ζυρίχης. Χτίστηκε το 1240 από …   Dictionary of Greek

  • Αγία Πετρούπολη — (Sankt Peterburg) . Πόλη (4.694.000 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (85.900 τ. χλμ.) της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παλαιά πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Χτισμένη στον Φινικό κόλπο (Βαλτική θάλασσα), στο δέλτα των… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία, Νότια — (South Australia). Ομόσπονδη πολιτεία (984.000 τ. χλμ., 1.518.874 κάτ. το 2001) της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Επειδή βρίσκεται στη γραμμή που ενώνεται το υψίπεδο της Δυτικής Αυστραλίας με τις μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλινγκτον — I (Wellington). Πόλη (164.010 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Βρίσκεται στη νότια ακτή της Βόρειας Νήσου και βρέχεται από τον πορθμό Κουκ, ο οποίος διαιρεί τη χώρα σε δύο τμήματα. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γουισκόνσιν — (Wisconsin). Ομόσπονδη πολιτεία (141.712 τ. χλμ., 5.440.290 κάτ. το 2002) των βόρειων ΗΠΑ, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Βρέχεται Β από τη λίμνη Σαπίριορ και Α από τη λίμνη Μίσιγκαν· συνορεύει με τις πολιτείες Μίσιγκαν στα Β, Μινεσότα στα Δ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”